Ορισμός : Το "καβλαντίζω" είναι ρήμα και σημαίνει πως ασχολούμαι παρατηρώντας ή/και προσεγγίζοντας ερωτικά στον περιβάλλοντα χώρο άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλλου (αναλόγως των γούστων του καβλαντιζόντος) συνήθως με αναξιοπρεπή, γελοίο ή άσεμνο τρόπο. Ο καβλαντίζων (δηλ. αυτός που καβλαντίζει την οιανδήποτε στιγμή) συνήθως βρίσκεται σε μέρες αναπαραγωγής και η αυτή ασχολία του συνοδεύεται μετά ερωτικής ενορμήσεως. Οι τόποι στους οποίους κάποιος καβλαντίζει δεν είναι συγκεκριμένοι και ποικίλουν αλλά οι συνηθέστεροι είναι τα μπαρ και οι καφετέριες.
Παράδειγμα : "Ρε Στέλλα κοίτα τον δικό σου. Κάθεται τόση ώρα και καβλαντίζει με αυτή τη γαμωπουτάνα απέναντι που έχει πετάξει τα βυζιά της έξω!"
Εικόνα :
Καβλαντίζουσα σε μπαρ
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου