Ορισμός : Το
"καβλαντίζω" είναι ρήμα και σημαίνει πως ασχολούμαι παρατηρώντας ή/και προσεγγίζοντας ερωτικά στον περιβάλλοντα χώρο άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλλου (αναλόγως των γούστων του καβλαντιζόντος) συνήθως με αναξιοπρεπή, γελοίο ή άσεμνο τρόπο. Ο καβλαντίζων (δηλ. αυτός που καβλαντίζει την οιανδήποτε στιγμή) συνήθως βρίσκεται σε μέρες αναπαραγωγής και η αυτή ασχολία του συνοδεύεται μετά ερωτικής ενορμήσεως. Οι τόποι στους οποίους κάποιος
καβλαντίζει δεν είναι συγκεκριμένοι και ποικίλουν αλλά οι συνηθέστεροι είναι τα μπαρ και οι καφετέριες.
Παράδειγμα :
"Ρε Στέλλα κοίτα τον δικό σου. Κάθεται τόση ώρα και καβλαντίζει με αυτή τη γαμωπουτάνα απέναντι που έχει πετάξει τα βυζιά της έξω!"Εικόνα :
Καβλαντίζουσα σε μπαρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου